Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

με αυτανάφλεξη

См. также в других словарях:

  • αυτανάφλεξη — Φαινόμενο κατά το οποίο σε μερικά σώματα αυξάνεται αυτόματα η θερμοκρασία εξαιτίας χημικών αντιδράσεων που συντελούνται μέσα σε αυτά και οξειδώνονται από το οξυγόνο του ατμοσφαιρικού αέρα, με αποτέλεσμα να σημειωθεί ανάφλεξη, χωρίς βέβαια καμιά… …   Dictionary of Greek

  • αυτανάφλεξη — η αυτόματη ανάφλεξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρκαγιά — Παλιά γραφή πυρκαϊά. Φαινόμενο καύσης περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένο, το οποίο προκαλεί ζημιές σε κτίρια, αποθήκες υλικών, δάση, μεταφορικά μέσα. Σε όλες τις περιπτώσεις, η καύσιμη ύλη που τροφοδοτεί την π. είναι το οξυγόνο της ατμόσφαιρας. Η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»